μάθηση

μάθηση
Ο όρος με την ευρεία έννοια αναφέρεται στη διαδικασία μέσω της οποίας κάθε έμψυχο ov, από την αμοιβάδα έως τον άνθρωπο, προσαρμόζεται στο περιβάλλον και στις απαιτήσεις του, τροποποιώντας το με τη σειρά του, για να αντλήσει τα μεγαλύτερα οφέλη και να μη ζημιωθεί από αυτό. Με άλλα λόγια, μ. υπάρχει κάθε φορά που, ως επακόλουθο μιας δραστηριότητας ή μιας ειδικής εκγύμνασης, η συμπεριφορά ενός ατόμου υφίσταται τροποποιήσεις που γίνονται περισσότερο ή λιγότερο μόνιμες (για παράδειγμα έπειτα από επανειλημμένες προσπάθειες ο ακροβάτης μαθαίνει να περπατά πάνω στο σχοινί). Ο μηχανισμός της μ. θεωρείται ουσιαστικά ταυτόσημος στο ζώο και στον άνθρωπο και μπορεί να κλιμακωθεί από την απόκτηση απλών συνηθειών έως τη μ. εξαιρετικά σύνθετων δεξιοτήτων. Οι διαφορές μεταξύ των επιπέδων μ. πρέπει να αναχθούν στον διαφορετικό βαθμό σύνθετης διάρθρωσης ή ωριμότητας του νευρομυϊκού συστήματος και όχι τόσο σε έναν ειδικό τύπο τρόπου μ. Επειδή ο άνθρωπος κατά τη γέννησή του στερείται αποτελεσματικών νοητικών και κινητικών μέσων προσαρμογής, η μ. αποκτά στην περίπτωσή του ουσιώδη σημασία. Οι ψυχολόγοι, μελετώντας τις αντιδράσεις των ζώων και των ανθρώπων στους ερεθισμούς του εξωτερικού κόσμου και την ικανότητά τους να μαθαίνουν καινούργια πράγματα, ανακάλυψαν τους τρόπους της μ., τους παράγοντες που τη διευκολύνουν και τους μηχανισμούς της μνήμης. Ειδικά στα πρώτα χρόνια της ζωής, η μ. είναι μια αυτόματη διαδικασία με ελάχιστη συμμετοχή της βούλησης (για παράδειγμα, εκμάθηση του βαδίσματος, της ομιλίας, κ.ά.)· αργότερα ο παράγοντας της βούλησης αποκτά μεγαλύτερη σημασία (για παράδειγμα, εκμάθηση της ανάγνωσης, της καλής συμπεριφοράς κ.ά.). Οι διάφορες ψυχολογικές θεωρίες για τους τρόπους της μ. συμφωνούν στην αντίληψη ότι η βάση αντιπροσωπεύεται από ένα εξαρτημένο ανακλαστικό (βλ. λ. ανακλαστικά), δηλαδή από έναν ιδιαίτερο δεσμό μεταξύ αντίδρασης και ερεθίσματος. Πολλές φορές μπορεί να πραγματοποιηθεί μ. μέσω δοκιμών και σφαλμάτων: ο τύπος αυτός δεν ακολουθεί κανονική διαδικασία, αλλά αρχίζει γενικά με ασυστηματοποίητες δοκιμές, και κατόπιν, αφού επανορθωθούν τα σφάλματα, γίνεται πιο συχνή η ορθή απάντηση στο ερέθισμα· άλλοτε πάλι υπάρχει μ. με τη διαίσθηση, δηλαδή μέσω της απροσδόκητης ανακάλυψης του τρόπου λύσης του προβλήματος (βλ. λ. μορφολογική ψυχολογία). Μπορεί ακόμα να επιτευχθεί μ. και όταν τα ερεθίσματα είναι υποσυνείδητα, όταν δηλαδή δεν έχουν περάσει το κατώφλι της συνείδησης (διαφήμιση). Απομένει ακόμα να εξηγηθεί, γιατί μερικά άτομα μαθαίνουν ορισμένα θέματα με μεγαλύτερη ευκολία. Για να δοθεί απάντηση σε αυτό το ερώτημα, χρειάζεται να μετατοπιστεί η ανάλυση του μηχανισμού της μ. στους παράγοντες που την επηρεάζουν και οι οποίοι μπορούν να διαιρεθούν σε δύο ομάδες: σε εκείνους που εξαρτώνται από το υποκείμενο το οποίο μαθαίνει και σε εκείνους που συνδέονται με τους τρόπους παρουσίασης των ερεθισμάτων. Μεταξύ των παραγόντων που σχετίζονται με το υποκείμενο, διευκολύνουν τη μ.: η ευφυΐα, η αιτιολογία, η ενεργός συμμετοχή, η ηλικία (ούτε πολύ νεαρή ούτε πολύ προχωρημένη) και οι προηγούμενες εμπειρίες πάνω στο θέμα. Υπάρχουν διαδικασίες που ευνοούν τη μ., όταν η απάντηση στο ερέθισμα ακολουθείται, σε μικρή απόσταση, από την ανταμοιβή ή την τιμωρία, ή όταν το υποκείμενο βλέπει τα αποτελέσματα της δραστηριότητάς του και, ακόμα, όταν καθοδηγείται με τον κατάλληλο τρόπο. Μια ενδιαφέρουσα πλευρά της μ. είναι η δυνατότητα να μεταφερθεί η ικανότητα που αποκτήθηκε για μια ορισμένη εργασία σε μια άλλη, περισσότερο ή λιγότερο όμοια: για παράδειγμα ένα άτομο που πήρε δίπλωμα οδήγησης για έναν ορισμένο τύπο αυτοκινήτου, θα μάθει εύκολα να οδηγεί ένα άλλο αυτοκίνητο, ακόμα και στην περίπτωση που τα όργανα οδήγησης θα είναι τοποθετημένα κατά πολύ διαφορετικό τρόπο. Η μεταφορά της μ. έχει ως βάση την υπόθεση, ότι ο τύπος μ. που αποκτάται στα μαθητικά θρανία μπορεί κατόπιν να χρησιμοποιηθεί πρακτικά στην καθημερινή ζωή. Διάφορα στάδια της διαδικασίας μάθησης. Η αιτιολογία, που εδώ αντιπροσωπεύεται από την πείνα, ωθεί το ποντίκι και το παιδί να προμηθευτούν την τροφή: το ζώο φτάνει στον σκοπό του ύστερα από πολλές δοκιμές και λάθη. Το παιδί μαθαίνει πιο γρήγορα με μια μόνο πράξη διαίσθησης.
* * *
η (AM μάθησις, -εως, Α ιων. γεν. -ιος) [μαθαίνω]
1. η απόκτηση γνώσεων (α. «δεν είσαι άνθρωπος τής μάθησης» β. «πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)
2. διδασκαλία («τοῡ φόβου τὴν μάθησιν κρείττονα παρέξεσθαι», Ξεν.)
νεοελλ.
πείρα, εμπειρία
μσν.
1. ικανότητα, επιδεξιότητα
2. φρ. «ποιῶ μάθησιν» — επινοώ, μηχανεύομαι
αρχ.
έξη, συνήθεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μάθηση — η 1. απόχτηση γνώσεων, μόρφωση, παιδεία: Είχε αγάπη για τη μάθηση. 2. πείρα: Κατάφερε να δακτυλογραφεί γρήγορα με τη μάθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαθήση — μάθησις the act of learning fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθήσῃ — μαθήσηι , μάθησις the act of learning fem dat sg (epic) μανθάνω learn fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐξ ἀνοήτου καὶ μεθύοντος μαθήσῃ τὸ ἀληθὲς. — ἐξ ἀνοήτου καὶ μεθύοντος μαθήσῃ τὸ ἀληθὲς. См. Глупый да малый говорят правду …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐξ ἀνοήτου καὶ μεϑύοντος μαϑήση τὸ ἀληϑὲς. — См. Пьяный, что малый: что на уме, то и на языке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μαθηματικός — ή, ό, θηλ. ουσ. και η μαθηματικός (AM μαθηματικός, ή, όν) [μάθημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τών μαθηματικών (α. «μαθηματική σχολή» β. «περὶ τῆς κοινῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαθηματική (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • οπτικοακουστική εκπαίδευση — Συνοπτικός όρος που χαρακτηρίζει σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας, που οι αρχές τους βρίσκουν εφαρμογή στην βιομηχανία, στην οργάνωση των επιχειρήσεων, στις στρατιωτικές υπηρεσίες και στον τομέα των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Υλικά που θεωρούνται… …   Dictionary of Greek

  • ευμάθεια — η (ΑΜ εὐμάθεια, Α ποιητ. τ. εὐμαθία, ιων. τ. εὐμαθίη) [ευμαθής] 1. ευκολία στη μάθηση και στην κατανόηση, ταχυμάθεια («μεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη», Πλάτ.) 2. διάθεση και κλίση για μάθηση, για απόκτηση γνώσεων 3. επιγρ. διδασκαλία, παίδευση …   Dictionary of Greek

  • εύιστος — εὔιστος, ον (Α) φρ. «εὔιστος πόθος» πόθος για μάθηση, επιθυμία για μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θ. ισ τού οίδα «γνωρίζω» (πρβλ. ιστέον) + τος] …   Dictionary of Greek

  • μαθησείοντες — μαθησείοντες, oἱ (Μ) αυτοί που έχουν έφεση για μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάθηση + σείοντες, μτχ. τού σείω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”